- ακολαστημα
- ἀκολάστημα-ατος τό распутство, бесчинство Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ακολάστημα — ἀκολάστημα, το (Α) [ἀκολασταίνω] πράξη ακολασίας … Dictionary of Greek
ἀκολαστημάτων — ἀκολάστημα act of neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκολαστήματα — ἀκολάστημα act of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακολασταίνω — ἀκολασταίνω (Α) είμαι ακόλαστος, ρέπω σε ακολασίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκόλαστος. ΠΑΡ. αρχ. ἀκολάστημα] … Dictionary of Greek
ԱՆՏԱՆՋՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0243 Chronological Sequence: 6c գ. ἁκολασία, ἁκολάστημα intemperantia, incontinentia Հելլենաբանութեամբ՝ Չտանջելն զանձն. անարգելութիւն. անառակութիւն. անխառնութիւն. *Փոխեսցին միտք մեր յանխառնութենէ եւ յանտանջութենէ ʼի համբերութիւն եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)